- κατοργανίζω
- κατοργᾰνίζω,A sound with music through,
τῆς ἐρημίας AP9.264
(Apollonid. or Phil.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τῆς ἐρημίας AP9.264
(Apollonid. or Phil.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κατοργανίζω — (Α) διαχέω μουσική σε μια έκταση, γεμίζω έναν τόπο με μουσική. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οργανίζω (< ὄργανον), πρβλ. δι οργανίζω] … Dictionary of Greek
κατωργάνιζε — κατοργανίζω sound with music through imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)